|
ο утраивание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утраивание? — τριπλασιασμός как с (ново)греческого переводится слово τριπλασιασμός? — утраивание — μουνόδουλος — γαληνιαίος — στοίβασμα — αδιαφόρετος — απογένομαι — αποτελούμαι — γερμανόφωνος — γλωσσόφωνο — κοσμοπλάστης — απρόσεκτος — ελασσον — σωληνώνω — εκμισθωτής — βλάφτω — καρκινογόνος — αγκωνιάζω — εμμηνοστασία — αμμωτόν — τετραμηνία — υποδεέστερος — εγκλίνω |
|||