|
η производство консервов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово производство консервов? — κονσερβοποιία как с (ново)греческого переводится слово κονσερβοποιία? — производство консервов — μόνωση — Πολωνέζος — άποικος — μάντισσα — ερεύγομαι — Σκανδιναυή — πληροφοριοδότης — εδραίος — σουρντίζω — ημικατεστραμμένος — εκτοπισμός — ενηλικίωση — Φώτης — πισσώδης — ηλεκτρικό — ξόδι — ανεπιγνώστως — περιτριγύρισμα — πιστοδότηση — ακόντευτος — πρωκτός |
|||