|
η морализирование, морализация; δέν αφήνεις τίς ~ίες σου! — разг. [phrase]хватит мораль читать[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морализирование? — ηθικολογία как на (ново)греческом будет слово морализация? — ηθικολογία как с (ново)греческого переводится слово ηθικολογία? — морализирование, морализация — αναδιπλωμένος — ραγδαιότητα — αραιόθριξ — δεματοποιώ — κτυπητό — σοβαρολογώ — αυτόπονος — παρασιτικός — ανταπόδειξη — απεισμάτωτος — εδωκάτω — ανυπακοή — μεταφορικό — αρωματίζω — υπερκορεννύω — συνηθίζομαι — ζυγισμένος — απέμφραξις — βόλαγμα — φωνηεντισμός — στρεβλότητα |
|||