|
ο 1) львёнок; 2) детёныш (хищного зверя); ~ λύκου — волчонок; ~ άρκτου — медвежонок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово львёнок? — σκύμνος как на (ново)греческом будет слово детёныш? — σκύμνος как с (ново)греческого переводится слово σκύμνος? — львёнок, детёныш — νεραντζούλα — εύσαρκος — μουντζαλώνω — πλαδαρός — νεαρότητα — περίβλεπτος — εκπίπτομαι — φατριαστικός — πνευμονολόγος — παράταιρος — διαπραγματευτής — εκατομμυριοστός — μελετώ — απάλαφρος — υποθερμικός — αρχιμηχανουργός — διαπεπαρμένος — κρυμμένος — υδρογονοσταγονίδιο — θυροκόλληση — σπονδυλικός |
|||