|
η 1) затвердение; 2) перен. очерствение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово затвердение? — σκλήρυνση как на (ново)греческом будет слово очерствение? — σκλήρυνση как с (ново)греческого переводится слово σκλήρυνση? — затвердение, очерствение — ασουλούπωτος — φρενάρισμα — λεφτοκαριά — βρογχόλιθος — χιλιαρχία — ισοβαθής — λατόμία — μαρινάρω — λαχταρίζω — μπατιρημένος — άζωος — διευθύντρια — ανεπαίσχυντα — δεκανέας — ομοιωματικός — τετράγωνο — φυσομάνημα — χρεωφειλέτης — εκτοκύκλιο — αξιοσπούδαστος — στενός |
|||