|
албанский; τά ~ά — албанский язык #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово албанский? — αλβανικός как с (ново)греческого переводится слово αλβανικός? — албанский — μακαρίτισσα — εγγόνα — αποθάρρυνση — αντιφωτίζω — λίπασμα — φωρώμαι — μίκρυνα — λογοπαικτώ — τόπι — βιαιότητα — δρομοκόπος — νοώ — τεχνηέντως — πειθαναγκάζομαι — νοσσίδα — ενστικτώδης — αποκλώθω — συμπαθώ — προφυλακισμός — τεσσαρακονταετής — λιβαδερό |
|||