|
выпивший (вина), подвыпивший; είναι λίγο ~ — [phrase]он слегка пьян; он выпивши, в подпитии [/phrase] (прост.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выпивший? — πιωμένος как на (ново)греческом будет слово подвыпивший? — πιωμένος как с (ново)греческого переводится слово πιωμένος? — выпивший, подвыпивший — στοχασμός — αλλιον — υπερβατό — υδρωπισμός — ηττώμαι — αστριφτος — υδροβιότοπος — έσο — αγουρόλαδο — αντιδικία — διευκρινιστικός — πεντάτευχος — ριπίδι — παραγγελιοδοχικός — ώ — ετυμολογία — Αφγανός — ασυναρτησία — καδρίλλια — αερασκός — φορτωτήρα |
|||