|
παθ. αόρ. от εκθάπτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξετάφην? — — νηπιαγωγός — δονητικός — ενώτιον — ασυνήθιστος — υποκρίνομαι — σκοινάκι — φαρμακοτεχνική — φουρνάρισσα — αλυφαντής — χοντρομπακάλης — κρετσέντο — σπρωξίδι — εβραιοπούλα — φονιάς — τσάτρα-πάτρα — βάσκαμα — ποδήρης — ρίνιση — απομονωτήριο — στραβοκαταλαβαίνω — διαιωνίζομαι |
|||