εξετάφην

формы словаβ
εξετάφην
παθ. αόρ. от εκθάπτω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εξετάφην? —


νηπιαγωγόςδονητικόςενώτιονασυνήθιστοςυποκρίνομαισκοινάκιφαρμακοτεχνικήφουρνάρισσααλυφαντήςχοντρομπακάληςκρετσέντοσπρωξίδιεβραιοπούλαφονιάςτσάτρα-πάτραβάσκαμαποδήρηςρίνισηαπομονωτήριοστραβοκαταλαβαίνωδιαιωνίζομαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit