Новогреческий словарь
εμπορεύσιμον
εμπορεύσιμον
το эк.
товарность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
товарность
? —
εμπορεύσιμον
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμπορεύσιμον
? — товарность
#
(ново)греческий словарь
—
διεθνικός
—
αντισήκωμα
—
αποτσιπωσιά
—
φαρμακιάρης
—
εσώψυχα
—
εμφύσηση
—
ανεγερτικός
—
πνιγηρός
—
ξιέμαι
—
δύσπιστος
—
αναβιβασμός
—
αντιβολή
—
τιμάριο
—
υπομοίραρχος
—
μερισμός
—
αφέγγιστος
—
δρυοδεψία
—
εκχωρητήριον
—
ψηκτροποιείο
—
απωθητικότητα
—
λαδώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве