|
1) неприступный; 2) с трудом постигаемый, непостижимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неприступный? — δυσκατάληπτος как на (ново)греческом будет слово с трудом постигаемый? — δυσκατάληπτος как на (ново)греческом будет слово непостижимый? — δυσκατάληπτος как с (ново)греческого переводится слово δυσκατάληπτος? — неприступный, с трудом постигаемый, непостижимый — αποχτηνώνω — υδρονέφρωση — διασκορπίζομαι — συμμοριτισμός — συμβολή — στοιχειώνω — πατροκτόνος — υπερπαστερίωση — σκόλοψ — ατσαλόστομος — αθορόστομος — πεντηκονταετηρίδα — αντιστρέψιμος — χαμόγειο — ωογόνος — παζαρεύω — συμπαράσταση — νυχτώνομαι — σαντζάκι — συχνότης — πασχάλιο |
|||