|
сильный, крепкий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сильный? — ρωμαλέος как на (ново)греческом будет слово крепкий? — ρωμαλέος как с (ново)греческого переводится слово ρωμαλέος? — сильный, крепкий — νυχάτο — αυτοκριτικά — συνωμότρια — ωρύομαι — δέκαθλον — απεικόνισμα — κακοχρονιά — δίστομη — μπέμπελη — μπάνιο — αυτοϋποβολή — άσφιχτος — τουλίπα — νοητικός — συντέμνω — υποκατανάλωση — μοναχοκόρη — ενοχλητικά — αδελφάτο — μελοχροινούλα — τάφρος |
|||