Новогреческий словарь
θεαματικότητα
θεαματικότητα
(-ητος) η
внушительность, величественность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
внушительность
? —
θεαματικότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
величественность
? —
θεαματικότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
θεαματικότητα
? — внушительность, величественность
#
(ново)греческий словарь
—
στροφαλοφόρος
—
αστροθεσία
—
ερμάρι
—
κομμουνιστικός
—
χαρτοπόλεμος
—
ξαρμύρισμα
—
αμυγδαλάτο
—
κατοστάρικο
—
ωοφορίτις
—
πυρογενής
—
ανυδρίτης
—
σύχνασμα
—
φυτοφαγία
—
ανέγνωρος
—
διαλύσιμος
—
δρυόξυλο
—
θεόρεστος
—
οπισθόβουλος
—
διαγκώνιση
—
διαρρίπισμα
—
φραίνωμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,