|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατσούφιασμα? — — εκείθες — γλαυκόφθαλμος — κωλομπαράς — λαφυραγωγώ — γλεντάω — κουρμπάτσι — ντερτιλής — δώθενε — μουσκώ — φελί — αδέκαρος — ήσυχα — ξεγύμνωτος — πηρομελής — βαπίτη — νόννα — παλαμίδα — πλειοδότρια — νεκρώνω — ξέρραμα — στυφούτσικος |
|||