|
ο воск #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воск? — κηρός как с (ново)греческого переводится слово κηρός? — воск — χηρεύω — απόλυτος — μηλόπιττα — ελαφρολόγία — κοιμίζω — παντρολογήστρα — πταίστης — μακροημέρευση — διεστάλην — κωδίκελλος — ωμόπλινθος — αποταμιευτικός — χρυσογελούσα — ευζωνάκι — ακτινογράφημα — σπιρούνι — αρριζος — αποκρουστικός — γατήσιος — νταγιαντώ — εξαίσιος |
|||