|
убираться с глаз долой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово убираться с глаз долой? — αρατίζομαι как с (ново)греческого переводится слово αρατίζομαι? — убираться с глаз долой — σκουφί — υλοζωικός — πληρωτέος — νιαούρισμα — ρυπαντικά — λοίσθιος — υποτίθεται — επίστεγο — πλυντήριο — προγραμματιστής — αποτρεπτικός — λώβα — παράλυτος — γκλαβανή — ετοιμόρροπος — πολυζήλευτος — αμίλητος — μούρδας — ατήραγος — αυτοκατευθυνόμενος — ειμί |
|||