|
давать осечку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово давать осечку? — αφλογιστώ как с (ново)греческого переводится слово αφλογιστώ? — давать осечку — ακατάβλητος — προφυλάκιση — τσίκνα — λιοκούκουτσο — ανακλαδούμαι — φουντούκι — καταπράϋνση — λαθυρισμός — αψιθιά — αρχιεροσύνη — υπερόπτης — επιχείρηση — αγιατρεψιά — τσουτσούνα — υπόταση — μιλιόνι — χαμηλοφώνως — ανήρεσα — βρισίδι — μπαμπέσα — αλαφρώνω |
|||