Новогреческий словарь
λιθοκόπος
λιθοκόπ|ος
ο 1)
каменобоец
;
2)
камнедробилка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
каменобоец
? —
λιθοκόπος
как на
(ново)греческом
будет слово
камнедробилка
? —
λιθοκόπος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιθοκόπος
? — каменобоец, камнедробилка
#
(ново)греческий словарь
—
αντισεισμικός
—
ανεκτύπωτος
—
παρατροπίδιο
—
άπταιστος
—
σφαγιάζω
—
ποδοκρουσία
—
ανάκορφος
—
καμαρίλλα
—
γκούσια
—
ακυριολεξία
—
διαιωνίζομαι
—
θεοκρατικός
—
βερικοκκιά
—
συγκλίνον
—
Φινλανδός
—
σολαρία
—
βασταγούρα
—
ακετόνη
—
εναρμόνιση
—
λιπαντικό
—
ξεπαγιασμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве