|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ραβάρβαρον? — — δριμάρης — απλώνομαι — κουρκούτη — καταλύω — ανθελμιντικός — φρούραρχος — ανήξευρος — σφίγγα — μεγαλόσωμος — πολυκέρι — παλαιοελλαδίτισσα — χόρευμα — κλειδοκράτορας — καθαρτήριος — ευκολόβραστος — μπιστεύομαι — σφαγάρι — μεταξοσκωληκοτροφικός — ρεαλισμός — μπαούλο — αλαζονικός |
|||