|
η имущество, состояние; ακίνητη ~ — недвижимое имущество; κάνω (или αποκτώ) ~ — обзаводиться имуществом, богатеть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имущество? — περιουσία как на (ново)греческом будет слово состояние? — περιουσία как с (ново)греческого переводится слово περιουσία? — имущество, состояние — φλούδα — αριστειούχος — παραφυσάω — ζερδαβάς — σακχαρολαβίς — τίποτε — έλαιο — γυναικάς — διαθλαστός — απανωδιαστός — σπίρτο — κηροπήγιο — υφαντουργείο — γυναικάρα — κατακερματισμένος — σαπουνόσκονη — διάστικτος — στιλέττο — αλφαβητικά — εξάκλωνος — εκπίπτομαι |
|||