Новогреческий словарь
εξορμίζω
εξορμίζω
выводить в море
(судно);
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выводить в море
? —
εξορμίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξορμίζω
? — выводить в море
#
(ново)греческий словарь
—
έκθυμος
—
παροξύνω
—
αναχρονιστικά
—
εξηναγκασμένος
—
μονοκατοικία
—
μισθολόγιο
—
μουντζουρωμένος
—
εμφραγματικός
—
δύσκολα
—
ερανικός
—
ιδιόρρυθμος
—
αιτιαρχία
—
αμνησιακός
—
κατάστρωμα
—
αστείζομαι
—
αναμόχλευση
—
αποζημίωση
—
χύνομαι
—
ρητινούχος
—
αγεροκόμητος
—
κοιλιακός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,