|
тигровый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тигровый? — τιγροειδής как с (ново)греческого переводится слово τιγροειδής? — тигровый — κρότος — περιφρονητός — υφέρπω — απιδωτός — επιπόλαση — ακύλιστος — κρέβατος — διαφοροποιώ — ατομισμός — χροιά — ακτημοσύνη — ξεπρήσκομαι — αποτριχωτικός — κρεμαστήρας — προσφέρομαι — εκτρίβω — στίχος — αποατομικοποιημένος — δωροδόχος — μαγνάδι — ελληνιστικός |
|||