|
портной(__,__) шьющий национальную греческую одежду #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово портной, шьющий национальную греческую одежду? — ελληνορράπτης как с (ново)греческого переводится слово ελληνορράπτης? — портной, шьющий национальную греческую одежду — τόννος — αρχοντεύω — ακλωστος — ατμάκατος — ξετυλίζομαι — δωδέκατο — γραφιάς — μεταγραφή — εγκεφαλοκαρκίνωμα — περιδέραιο — σχεδίαση — πηδαλιούχηση — νομαρχώ — καρπαζιά — νταλκαβούκης — καχέκτης — κλάδα — ουσιαστικοποιούμαι — κωπηλάτισσα — ανεξάλειπτο — μαλαχτικός |
|||