|
(αόρ. κατεξανέστην) возмущаться, гневно протестовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово возмущаться? — κατεξανίσταμαι как на (ново)греческом будет слово гневно протестовать? — κατεξανίσταμαι как с (ново)греческого переводится слово κατεξανίσταμαι? — возмущаться, гневно протестовать — δείλινίζω — σκυθρωπιάζω — σύμπτωση — εξάμετρος — γενεσιακός — ανάγνωση — αδάνειστος — βήχας — δοθιήνωση — υαλοπωλείο — φυλετισμός — αξέσφιχτος — γεράματα — στρωματσάδα — ίλιγγος — συμπλέκω — ανεξοικείωτος — φεγγίτης — κούρδισμα — χυμευτική — παραφθείρω |
|||