|
ο кудахтанье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кудахтанье? — κλωγμός как с (ново)греческого переводится слово κλωγμός? — кудахтанье — υσγινοβαφής — ευσύνοπτος — αντρειοσύνη — Φραγκισκανοί — δίοδος — τρέφω — καφεκόπτης — καθυβρίζω — Χ — πολωνέζ — τσέπη — αισχρολόγία — Βενετία — ηχορύπανση — τσάφ — υδρορρόα — στατέρι — μπιγκόνια — ησύχασμα — προσαγωγή — εκπύημα |
|||