|
ο зажигалка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зажигалка? — αναπτήρας как с (ново)греческого переводится слово αναπτήρας? — зажигалка — αισίως — ανημπόρια — λύμφη — οστέωμα — σιγαροποιός — εκφαύλιση — αστείρευτος — πανσοβιετικός — ξυλοκέφαλος — σπέρμα — κοζάρω — μορφινομανία — κοιλέντερωτά — αντίκοιλον — ταχύρυθμος — κρέμασμα — χορευταρού — χάμω — μετανοώ — διαλυστήρι — αποξεχάνω |
|||