|
το 1) насмешка; τόν πήρανε στό ~ — [phrase]его высмеяли, его подняли на смех[/phrase]; 2) фейерверк (небольшой) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово насмешка? — μαϊτάπι как на (ново)греческом будет слово фейерверк? — μαϊτάπι как с (ново)греческого переводится слово μαϊτάπι? — насмешка, фейерверк — ασκομαχώ — προπέτασμα — φουντάρω — βυζάστρια — αστροφεγγιά — λουλουδάς — φαφλατάρω — γαλακτοποίηση — αντιδεοντολογικός — δράγα — καμουτσίκι — αλλοσεβής — ύβωση — καλαθούνα — είδος — απανώγραμμα — παιδοχειρουργική — μαλλιοτραβιέμαι — αποδιαλέγω — ανωμεριά — απτικός |
|||