|
η 1) каботажное плавание; 2) каботажное судоходство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каботажное плавание? — ακτοπλοΐα как на (ново)греческом будет слово каботажное судоходство? — ακτοπλοΐα как с (ново)греческого переводится слово ακτοπλοΐα? — каботажное плавание, каботажное судоходство — εναγόμενος — γνέψιμο — μεσοοράνισμα — πήρωσις — θηρίο — σοσιαλδημοκρατία — σταροκόρακας — προπληρωτέος — κουρταλώ — ρινηλατώ — σβάστική — αντασφαλιστής — ατμοσφαιρικός — χαλβαδοποιείο — πηγαινοφέρνω — χαρτοθέτης — γουρουνομύτης — κοιμητήρι — προγναθισμός — ορθολογιστικός — μπαγιονέττα |
|||