|
η 1) бабушка; 2) старуха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бабушка? — μπάμπω как на (ново)греческом будет слово старуха? — μπάμπω как с (ново)греческого переводится слово μπάμπω? — бабушка, старуха — αλουποτόμαρο — πρασινάδα — γκέκας — λυσσιάρικος — κάτωχρος — ευθυπορία — αμαλαγιά — σεσαγμένος — αναπληρώνω — δυσκολόπιστος — τοίχωμα — άφτερος — ραπανόσουπα — απρόφταστος — πονοκέφαλος — διαμάντι — παραπεμπτικός — παραζεσταίνω — υπενθυμίζω — φαρισαίος — ξεθύμασμα |
|||