|
1) гримасничать; 2) морщиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гримасничать? — μορφάζω как на (ново)греческом будет слово морщиться? — μορφάζω как с (ново)греческого переводится слово μορφάζω? — гримасничать, морщиться — καπαρωμένος — λογαριθμικός — γαλβανομετρικός — οπλοχρησία — παίχτης — φραγκοραφτάδικο — αραχνώδης — λαχανοπωλείο — υετογράφος — κοροϊδία — τριακόσιοι — αχεραποθήκη — λαγοπόδαρος — άλμπουρο — ιδιάζω — λαξεύω — κατάμουτρα — ζάρω — ασημόσκονη — δυσμορφία — θρασύς |
|||