|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διηγηματικά? — — γυναικολόγι — ψαχουλεύω — βερμπαλίστρια — μεγαλειότατος — αντιμεθαυριανός — γκάλοπ — ευμοιρώ — ενσφηνώνω — προσβλημένος — προεξοφλητής — διακηρύσσω — φθείρω — θερμομέτρηση — συμπίπτω — πυραυλiκός — φυλλοταξία — κονδυλοθήκη — παρμός — θαλασσομαχητό — καφεϊνισμός — μάρα |
|||