Новогреческий словарь
αναστατωμένος
αναστατωμένος
Возмущённый, потрясённый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναστατωμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
διθάλασσος
—
κακοπάθηση
—
επείγοντα
—
Ιωνία
—
οινοπώλις
—
εκατονταέτις
—
διαφήμιση
—
σιγαροθήκη
—
βαλμάς
—
διαλογικός
—
πρωτεύουσα
—
γανωματής
—
πολιτεύομαι
—
δελτιογράφος
—
αποκριάτικα
—
απάντεχος
—
ιστοριογραφία
—
πρόσφορο
—
συμβόλαιο
—
επίχαλκος
—
συνδεσμώτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве