|
(αόρ. συνέχυσα, παθ. αόρ. συνεχύθην, μετχ. πρκ. συγκεχυμένος) прям., перен. путать, перепутывать; смешивать; ~ διαφορετικές έννοιες — путать разные понятия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово путать? — συγχέω как на (ново)греческом будет слово перепутывать? — συγχέω как на (ново)греческом будет слово смешивать? — συγχέω как с (ново)греческого переводится слово συγχέω? — путать, перепутывать, смешивать — αναπληρώσιμος — διπλοσέντονο — μπάτσος — κλαψιάρικος — τοπομαχώ — σφαδαστικός — σας — ρήχνω — ζουρλαίνομαι — επίσης — αντίρροπο — παλαιοχριστιανικός — αφετεροίωση — ολοπράσινος — πόλη — βρωμόγλωσσος — καθολικός — αναδειγμένος — κλουβιάζομαι — σεισμός — τουμπάνιασμα |
|||