|
быть мальяристом (крайним димотикистом) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быть мальяристом? — μαλλιαρίζω как с (ново)греческого переводится слово μαλλιαρίζω? — быть мальяристом — αποσυγκέντρωση — παρακμάζων — ντροπαλά — πλουτισμός — ασυρματιστής — αδικαίωτος — φαγανός — ανθοστρώνω — ωραιόπαθος — ξεσταχυάζω — σαβουρρώνω — τρισχίλιοι — λουμπάρδα — θωπεύω — θυμητάρι — συρμακέζης — ακατατόπιστος — αυτορρυθμιστήρας — εξισωτικός — εξανάσταση — σιαγόνα |
|||