|
приставка, означ. повторное действие: ξαναβάφω — перекрашивать, снова красить #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξανα-? — — ζεματιστήρι — αμαρτία — μονότομο — αρεός — ευθετώ — διδακτορικός — ανταπάντηση — γρανίτης — πηδηματιά — κούφωμα — ελαιοπωλείον — ευκινησία — εξοδεύω — οδύρομαι — κοφινάς — αμερικανιστής — πρόχειρο — βρυός — στοιχειοθήκη — μελώνω — ανακάθομαι |
|||