|
ο 1) стебель; 2) росток #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стебель? — καυλός как на (ново)греческом будет слово росток? — καυλός как с (ново)греческого переводится слово καυλός? — стебель, росток — νοστιμιά — αποδοκιμάζω — κατανεμητής — ακολασία — μπομπονιέρα — μουστέλα — σφυγμογράφημα — αγανός — ζούριασμα — έθηκα — αρχιτελώνης — μύχιος — αψιδώνω — διαφορετικότητα — ράξ — νοσηλευτική — υποβολιμαίος — αδιακήρυχτος — εκρυθμία — εξάφριση — πασπάλισμα |
|||