|
недоступный, неприступный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово недоступный? — δυσπρόσιτος как на (ново)греческом будет слово неприступный? — δυσπρόσιτος как с (ново)греческого переводится слово δυσπρόσιτος? — недоступный, неприступный — ανίσως — σεισμόγραμμα — ποζάρισμα — μεσολαβώ — προσβατότητα — απατίκωτος — παραχαϊδεμένος — υγειονομείο — δαμάλι — στημόνι — ψιακώνω — φιλόθρησκος — εμοί — σαγηνευτικά — ουλτιμάτο — απόγκωνος — ατσίνορος — πνευματολογία — ξυλίνη — παραδοξολόγος — γουρσουζεύω |
|||