|
вооружаться θωρακίζομαι δι' υπομονής — вооружаться терпением #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вооружаться? — θωρακίζομαι как с (ново)греческого переводится слово θωρακίζομαι? — вооружаться — τσιφλικάς — ατζαμωσύνη — λάθυρος — σταχτόπαννο — λαχανοπωλίτρια — φοινικοειδής — πολύχροια — αλετροπόδα — λιμνοχαρής — τυποκλοπικός — τρεμοσβήνω — πέμπω — χρεωστής — μεταλλικό — καμαριέρα — βλαχοκαλύβα — ψιμμυθιωμένος — κράτος — σιδερογροθιά — ευτελής — λεπτεπίλεπτος |
|||