|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ραιβόκρανο? — — γλωσσοκοπανίζω — περίθλαση — ἐπικονίασις — ουζοπωλείο — σύναγμα — πουγγί — ιδιαίτερα — κουκουνάρι — ζούριασμα — μορφονιός — λυκειάρχης — έψιλον — ασυνήθης — ανακριτικός — αργοξυπνώ — μικροκλεψιά — μετημφιεσμένος — εξαδάκτυλος — κάκτος — νοσηλεύομαι — βεργασιό |
|||