|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαρουλάκι? — — αιμοβαφής — νταβαντούρι — διεθνιστική — πάγα — ανικανοποίηση — απαράγραφτος — δαχτυλογραφώ — αποκαθιστώ — προσχωματικός — κακοσημαδιά — ηλεκτροσκόπιο — όξυνση — κρεμαστάρι — βιβλιολατρία — επάρκεια — αεροπέδη — θυμιατήριο — φρεσκάρω — υδροφόρος — πεζογραφία — γυάρδα |
|||