|
η 1) галантность; 2) щедрость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово галантность? — γαλαντομία как на (ново)греческом будет слово щедрость? — γαλαντομία как с (ново)греческого переводится слово γαλαντομία? — галантность, щедрость — νυφοθυγατέρα — γρίλα — καλοφαγία — διατρανώνω — γκιούλι — ζευγάρωμα — μπαρουταποθήκη — αξιόποινος — επανίδρυση — ενδόσιμον — ξαναγαπίζω — γλήνος — τυχών — γραμμοσύρτης — δικορραφία — υποναύαρχος — μεταπείθω — σκατομαλάκας — γίδινος — μπούκοτάζ — κυρτώνω |
|||