|
сделанный из прекраоюго мрамора #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сделанный из прекраоюго мрамора? — καλλιμάρμαρος как с (ново)греческого переводится слово καλλιμάρμαρος? — сделанный из прекраоюго мрамора — άχαρα — γλοκολαλώ — γυναικοσύνη — ομοθυμία — ζυγόθυρο — βλάχος — πρεμούρα — επηγκενίς — ελληνολάτρης — ομοιοπλαστικός — τηλεφωνικός — μπεκάτσα — αποπολλής — δημητριάτικο — αντιτάσσομαι — καμινεύτρια — ευφορία — φιλονομία — βιβλιοπώλης — δικέφαλος — κτηνοτροφία |
|||