|
η рыболовство, рыбный промысел; τά σύνεργα (τής) ~ής — снасти #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рыболовство? — ψαρευτική как на (ново)греческом будет слово рыбный промысел? — ψαρευτική как с (ново)греческого переводится слово ψαρευτική? — рыболовство, рыбный промысел — νευροπαθής — ώμμετρο — ξεπεταρόνι — ρυθμίζω — ουδέτερα — ασυγκόλεστος — κολλητά — εναιωρούμαι — αερόσφαιρα — καταδαμάζω — κατάλυμα — χιλιογραμμόμετρο — λοίμωξη — καταστροφέας — αφόντες — υπνολάλος — δικηγορόσημο — αλέτρι — οκαρίνα — πλουσιόσπιτο — καραβόσκαρο |
|||