|
η сорок; (καμ)μιά ~ — около сорока #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сорок? — σαρανταριά как с (ново)греческого переводится слово σαρανταριά? — сорок — αγραβανί — ακουστικώς — ανάπαλος — κούφος — πεθερά — χρυσαυγή — ξυπώ — ασυγκινησιά — λυσσομάνημα — πιανιστικός — παχύρρευστος — αφρολόγος — ταπεινοφροσύνη — ξεπεταγμένος — μπόρα — δεμοσιά — ακέρατος — σχιζοφρενικός — θεοτικά — εμβολιαστικός — χιονάκι |
|||