μοναχός

формы словаβ
μοναχός
II ο монах



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово монах? — μοναχός
как с (ново)греческого переводится слово μοναχός? — монах


κλεφτοκοττάςαδικοβάνωατείχιστοςθεόστραβοςπυγμαχικόςμπερδεψιάερυθροπύρωσηγαλέραεξακολουθητικώςογδοηκονταετηρίδαβορειοανατολικόςπαραπλωτήρσλαυικόςγουρλίτικοςψηφοθέτριαασημόχωμακολαουζιέρηςγνάφωκαρβουνιάζωπλίνθοςεθνεγερσία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit