|
II ο монах #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монах? — μοναχός как с (ново)греческого переводится слово μοναχός? — монах — κλεφτοκοττάς — αδικοβάνω — ατείχιστος — θεόστραβος — πυγμαχικός — μπερδεψιά — ερυθροπύρωση — γαλέρα — εξακολουθητικώς — ογδοηκονταετηρίδα — βορειοανατολικός — παραπλωτήρ — σλαυικός — γουρλίτικος — ψηφοθέτρια — ασημόχωμα — κολαουζιέρης — γνάφω — καρβουνιάζω — πλίνθος — εθνεγερσία |
|||