Новогреческий словарь
καθοδικός
καθοδικός
физ.
катодный
;
~αί ακτίνες — катодные лучи
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
катодный
? —
καθοδικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
καθοδικός
? — катодный
#
(ново)греческий словарь
—
απάνθρωπος
—
γαλάχτισμα
—
αεροπρόσκοπος
—
τσιμπολόγος
—
σιδερόδεση
—
αντιπρυτανεία
—
πονοκεφαλιάζω
—
χαρτικός
—
Μαλτέζα
—
εντολοδόχος
—
πυραυλοκίνητος
—
δακνομανία
—
ουδαμώς
—
ειδέχθεια
—
πορπατώ
—
ελάτι
—
γραμματέας
—
εκβάθυνση
—
μπασκετμπολίστρια
—
φιλοξενία
—
εκποιημένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве