|
физ. катодный; ~αί ακτίνες — катодные лучи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово катодный? — καθοδικός как с (ново)греческого переводится слово καθοδικός? — катодный — ροζέττα — σταυρόλεξο — τετράγλωσσος — αντάξια — μάζαλη — ανασείω — φωνογραφώ — ξύστρο — αστένευτα — ανθράκωση — διαθερμαίνω — αναδημοσιεύομαι — άλλοτε — οργώ — αρκουδιάρης — διαφέρομαι — τζελατίνα — ντοκουμέντο — γαϊτανάκι — σταμπωτός — πραξικοπηματίας |
|||