|
не хранящийся в узелке (о деньгах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не хранящийся в узелке? — ακομπόδετος как с (ново)греческого переводится слово ακομπόδετος? — не хранящийся в узелке — περδικόστηθη — αναρπάζω — αγριοσίταρο — ανεμόβροχο — ακαλίγωτος — αποδιπλώνω — εμβρυοκτονία — στεφανωμένη — μπαρούφα — βαθμολογία — ψιμυθίτης — ἥττων — εκατόν — αστεροστάτης — ενδο- — συνωμοτικότητα — φωτογραφείο — καταφέρνω — πολυφωνία — διμηνιό — αναβρυούσα |
|||