|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πηγαινέλα? — — υδρομεταλλουργία — κουρελιάρα — γουνάς — σινολογία — αρμενοβέλονο — γιουχάϊσμα — σκληροκαρδία — βαρυγγωμίζω — υετώδης — κατάνευση — εμπιστεύομαι — αποθερισμός — μακρο- — λευκόφαιος — πολυτεχνείο — ακριβούτσικος — αναγνωρισμός — ενύπαρξις — πύραυνον — ευθυδικία — απειράκις |
|||