|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αδολέσχημα? — — πυτίνη — βωλαράκι — αμούχλιαστος — δυσμετάπειστος — κυανό — πνιγός — χαρτόδεση — θεραπευτικά — ακαύχητος — τετραδικός — στενόστομος — αιγαιοπελαγίτικος — γραφειοκρατία — περιπολώ — ευμένεια — ξεκοίλιασμα — απόκερο — νοθευτής — περισσεύω — μπουρζουά — σιγαστήρας |
|||