|
το духовенство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово духовенство? — ιερατείο как с (ново)греческого переводится слово ιερατείο? — духовенство — ακολπος — προνευστασμός — καλοσόδιαστος — μουσοτραφής — εκτελεστός — ανέβα — χαμαλήτικος — επτανησιακός — αντικόβω — αδιέγερτος — ηλεκτροεγκεφαλογράφος — δισεγγόνη — γνωστικισμός — μελισσοτροφικός — δάρτης — σκορπάω — αστρολογώ — κάλυμμα — ευδαιμονισμός — ράγια — δύτης |
|||