|
το упаковка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упаковка? — αμπαλλάρισμα как с (ново)греческого переводится слово αμπαλλάρισμα? — упаковка — εθναρχικός — λεονταρής — σαλπιχτής — γλυκαντικός — ομόφυλος — απουσία — ξενάγηση — πυκνός — στρατωνισμός — κορυφαίος — κραταιός — αποκουφαίνω — ακοχλίωτος — λεμονοπορτόκαλο — ρινόμακτρο — κούρβουλο — νιτρόφιλος — εμφυτευτήριον — καραγκιόζης — δελτιογράφηση — χαμηλοφώνως |
|||